πάσχασμα

πάσχασμα
πάσχασμα, το και πάσκασμα, το
διακοπή νηστείας, χρήση αρτύσιμων φαγητών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάσχασμα — και πάσκασμα, το [πασχάζω] ο εορτασμός τού Πάσχα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”